- σταυρώσεως
- σταυρώσεω̆ς , σταύρωσιςstockadefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυρώσιμος — η, ο / σταυρώσιμος, ον, ΝΜΑ [σταύρωσις] νεοελλ. μσν. 1. αυτός που αναφέρεται στην σταύρωση τού Χριστού («σταυρώσιμοι ἡμέραι» οι μέρες τής Μεγάλης Εβδομάδας) 2. το ουδ. ως ουσ. το σταυρώσιμο(ν) τροπάριο που υμνεί τον Τίμιο Σταυρό αρχ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
Αρέτσο — (Arezzo). Πόλη (91.700 κάτ. το 2002) της Ιταλίας στην περιοχή της Τοσκάνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο και σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος. Ακμαία ετρουσκική και αργότερα ρωμαϊκή πόλη, στον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek
АНАЛАВ — Прп. Петр Монемвасийский. Миниатюра из Евангелистария. Кон. X в. Прп. Петр Монемвасийский. Миниатюра из Евангелистария. Кон. X в. (греч. ἀνάλαβος от ἀναλαμβάνω воспринимать, возлагать [одежду]), часть облачения великосхимника (см. Схима, Постриг) … Православная энциклопедия